- ανοχή
- η (AM ἀνοχή) [ανέχω]η ανεκτικότητα, η επιείκεια, η μακροθυμίαφρ. «ἐν τῇ ανοχῇ τοῡ Θεοῡ»(Κ.Δ.)«ὦ ἀφράστου καὶ ἀρρήτου ἀνοχὴς» (από τα εγκώμια του Επιταφίου)«η ανοχή των ξένων θρησκευμάτων»«ψήφος ανοχής προς την κυβέρνησηνεοελλ.1. ενδοτικότητα, η παθητική αντιμετώπιση μιας κατάστασης2. φρ. «οίκος ανοχής» — το πορνείο3. (για αγρούς και αμπέλια) αφορία, σιτοδείαμσν.η Ανάληψη (του Χριστού)αρχ.-μσν.η διακοπή μιας εργασίας, καθυστέρηση αποπεράτωσηςαρχ.1. διακοπή εχθροπραξιών, ανακωχή2. ευκαιρία, άνεση χρόνου3. άδεια, πρόσκαιρη διακοπή εργασίας4. φρ. ἀνοχαίημέρες εορταστικών αργιών5. διακοπή μιας διαδικασίας6. απαλλαγή από ασθένεια, ανάρρωση7. ανατολή (του ήλιου).
Dictionary of Greek. 2013.